- φορομπηχτικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υψηλή ή άδικη φορολογία (α. «φορομπηχτική πολιτική» β. «φορομπηχτικό νομοσχέδιο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φορομπήχτης. Το επί θ., στον λόγιο τ. φορομπηκτικός, μαρτυρείται από το 1810 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.